σουλατσάρω κ. σουλατσέρνω, ρ. [<ιταλ. sollazzare (= διασκεδάζω)], κάνω περίπατο, βολτάρω, περπατώ άσκοπα μέσα στους δρόμους, σεργιανίζω: «μπορείς να μου πεις πού σουλατσάρεις από το πρωί;». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν με δουν και σουλατσάρω στα καζίνα, μου λένε ζάρια κουδουνίζουν μια ντουζίνα).